κατευνάζει

κατευνάζει
κατευνάζω
put to bed
pres ind mp 2nd sg
κατευνάζω
put to bed
pres ind act 3rd sg
κατευνάζω
put to bed
pres ind mp 2nd sg
κατευνάζω
put to bed
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατευνάζω — (AM κατευνάζω) ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καταπραΰνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω (α. «το φάρμακο αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.) μσν. αρχ. τοποθετώ κάποιον στην κλίνη, κοιμίζω (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε»,… …   Dictionary of Greek

  • άλιμος — (I) ἄλιμος, ον (Α) [λιμός] αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα. (II) ἅλιμος, ον (Α) [ἅλς] 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον παραλία, ακροθαλασσιά 3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.)… …   Dictionary of Greek

  • δμητήρ — δμητήρ, ο (θηλ. δμήτειρα) (Α) [δάμνημι] δαμαστής (α. «δμητὴρ ἵππων» β. «νὺξ δμήτειρα θεῶν» η νύχτα που δαμάζει, κατευνάζει ακόμη και τους θεούς) …   Dictionary of Greek

  • ηπιοδώτης — ἠπιοδώτης και ήπιοδώτας, ό (Α) (για τον Ασκληπιό) αυτός που με τα δώρα του κατευνάζει τους πόνους τής αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δώτης < δώτης < δίδωμι (πρβλ. α δώτης, ξενο δώτης). Το β συνθετικό δωτης τής λ. ανάγεται στην απαθή… …   Dictionary of Greek

  • ηπιόδωρος — ἠπιόδωρος, ον (Α) αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δωρος (< δώρον), πρβλ. ά δωρος] …   Dictionary of Greek

  • κατευνήτειρα — κατευνήτειρα, ἡ (Α) [κατευνώ] αυτή που κατευνάζει, που καταπαύει, που καταπραΰνει …   Dictionary of Greek

  • κατευναστής — ο, θηλ. κατευνάστρια (Α κατευναστής) [κατευνάζω] νεοελλ. αυτός που κατευνάζει, που καταπραΰνει αρχ. 1. αυτός που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, θαλαμηπόλος 2. (ως προσωνυμία τού θεού Ερμή) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («κατευναστὴς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κατευναστικός — ή, ό (AM κατευναστικός, ή, όν) [κατευνάζω] ο ικανός και κατάλληλος στο να κατευνάζει, να καθησυχάζει, καταπραϋντικός, κατασταλτικός («λόγια κατευναστικά») αρχ. (για λόγο ή ποίημα) επιθαλάμιος*. επίρρ... κατευναστικώς και ά καθησυχαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • ποθοκοιμίστρα — η, Ν αυτή που αποκοιμίζει, που κατευνάζει τους πόθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + κοιμίζω] …   Dictionary of Greek

  • πραϋντής — ὁ, Α [πραΰνω] αυτός που καταπραΰνει, που κατευνάζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”